- εκβλητικος
- ἐκβλητικόςἐκ-βλητικός3способный удалять
(τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκβλητικός — ή, ό (AM ἐκβλητικός, ή, όν) αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι … Dictionary of Greek
ἐκβλητικόν — ἐκβλητικός serviceable for expelling masc acc sg ἐκβλητικός serviceable for expelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)